αβοτάνιστος

αβοτάνιστος
-η, -ο [βοτανίζω]
(για αγρούς) αυτός που δεν βοτανίστηκε, από τον οποίο δεν αφαιρέθηκαν τα αγριόχορτα, τα ζιζάνια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αβοτάνιστος — η, ο εκείνος που δε βοτανίστηκε, το χωράφι που δεν καθαρίστηκε από τα άγρια χόρτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαθάριστος — η, ο [καθαρίζω] 1. αυτός που δεν έχει καθαριστεί, ο ακάθαρτος «ακαθάριστο σπίτι», «ακαθάριστο ποτήρι» 2. εκείνος πού δεν έχει απαλλαχθεί από ξένες ουσίες ή απορρίμματα «ακαθάριστο σιτάρι», «ακαθάριστο χωράφι» 3. ο αξεφλούδιστος «ακαθάριστα μήλα»… …   Dictionary of Greek

  • αξεχορτάριαστος — η, ο (για κήπο ή αγρό) εκείνος τον οποίο δεν έχουν ξεχορταριάσει, δεν έχουν καθαρίσει από τά αγριόχορτα, τα ζιζάνια, ο αβοτάνιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”